- διάληψις
- διάληψις (-εως), η (Α) [διαλαμβάνω]1. λαβή, πιάσιμο και με τα δύο χέρια2. χωρητικότητα3. διάκριση, χωρισμός4. κατανόηση, αντίληψη5. κρίση, γνώμη6. πραγματεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԿԱՐԾԻՔ — (ծեաց, ծեօք.) NBH 1 1070 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 13c գ. δόξα, δόκησις, ὐπόνοια , διάληψις, προσδοκία, ὐποψία եւն. opinio, sententia, existimatio, expectatio, suspicio եւն. որ եւ ԿԱՐԾ, ԿԱՐԾՔ. Ճանաչումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)